προάνουρα

προάνουρα
τα, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη αμφιβίων, η οποία περιλαμβάνει μία μόνο μορφή που έζησε κατά το τριαδικό στη Μαδαγασκάρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”